- Λητογενής
- Λητογενής, δωρ. τ. Λατογενής, -ές, θηλ. και Λατογένεια (Α)(ως επίθ. τού Απόλλωνος και τής Αρτέμιδος) αυτός που γεννήθηκε από τη Λητώ («ὦ Λατογένεια κούρα», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Λητώ + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής, μονο-γενής].
Dictionary of Greek. 2013.